Σεβάς Χανούμ
Τραγουδίστρια
|
Σεβάς Χανούμ Συμετέχει σε : |
Γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Κοκκινόγια, έξω από την Δράμα. Η οικογένεια της –Πόντιοι πρόσφυγες από την Σαμψούντα που αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Δράμα– μετακόμισαν στην Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της Κατοχής.
Από μικρή ηλικία η Σεβαστή Παπαδοπούλου –όπως είναι το πραγματικό της όνομα– έδειξε την αγάπη της για το τραγούδι, ενώ το διάστημα 1942-49 τραγουδούσε σε διάφορα κέντρα της Θεσσαλονίκης, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της. Το 1949 αποφασίζει να έρθει στην Αθήνα, όπου και δισκογραφεί το πρώτο της τραγούδι μαζί με τον Τάκη Μπίνη –Όμορφη Πειραιώτισσα, του Κώστα Καπλάνη.
Με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σεβάς Χανούμ εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1951, στου «Τζίμη του Χονδρού». Τη βαφτίζει μάλιστα ο ίδιος ο Τζίμης –για να ταιριάζει με τα ανατολίτικα τραγούδια που τραγουδούσε– ο οποίος διαφημίζει στις εφημερίδες της εποχής «τη Νέα ανακάλυψη Σεβάς Χανούμ, την ωραία του Πέραν».
Παρότι πρόκειται για μια από τις ωραιότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού στη «χρυσή» του περίοδο, της δεκαετίας του ‘50, η δισκογραφία της Σεβάς Χανούμ δεν είναι εκτεταμένη. Στη διαδρομή της ωστόσο, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου, Απόστολο Καλδάρα, Σταύρο Τζουνάκο, Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη και πολλούς άλλους. Τραγούδησε σε πάμπολλα κέντρα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό (Η.Π.Α., Γερμανία, Αγγλία κλπ).
Το 1986, το Υπουργείο Πολιτισμού και η Ένωση Τραγουδιστών Ελλάδας διοργάνωσαν συναυλία προς τιμήν της, στο Παλαί Ντέ Σπορ της Θεσσαλονίκης, ενώ τον Απρίλιο του ’87 τραγούδησε για τελευταία φορά μπροστά στο κοινό, ντυμένη με ποντιακή φορεσιά, σε τιμητική συναυλία του Ομίλου Ποντίων και της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Έφυγε από τη ζωή το 1990.
Η αμαζόνα Σεβάς Χανούμ
(άρθρο του Γιώργου Χρονά στην Ελευθεροτυπία, στις 18-08-2001)
Από όσα επίθετα της είχαν χαρίσει, αυτή διάλεγε μια λέξη -αμαζόνα, για να πει ποια είναι. Προφανώς δεν χόρταινε να είναι ελεύθερη και να ταξιδεύει πάνω σε άλογα πάθη. Ίσως αυτή η λέξη που χρησιμοποιούσε για τον εαυτό της να ήταν η αιτία που δεν ηχογράφησε παρά μόνο ελάχιστα τραγούδια σε δίσκο.
Το 1983 διάβασα στην εφημερίδα πως η τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ είναι ανήμπορη και μένει στη Θεσσαλονίκη. Βρήκα από τον ΟΤΕ το τηλέφωνό της και πήγα το ίδιο απόγευμα που έφτανα στην πόλη. Εμενε στη Νεάπολη σε ένα δίπατο σπίτι – στον επάνω όροφο.
Το σπίτι της ήταν το σπίτι που οι Έλληνες έκτιζαν για να κλείσουν τα όνειρά τους. Παρελθόν και μέλλον στο ίδιο κάδρο. Κορδέλες από μαθητικά μαλλιά και φωτογραφίες από το Αμέρικα -Εδώ η Σεβάς Χανούμ παρακολουθεί την λιτανεία του επιταφίου στη Νέα Υόρκη, λάβαρα, σημαίες, γραβάτες, παλτά, κεριά και ιερείς να προηγούνται. Πίσω η Σεβάς με μαντίλι καλαματιανό.
Άρχισε αργά, καθώς ο καφές άχνιζε.
Γεννήθηκα από Πόντιους και ήρθαμε από την Σαμψούντα, το 1922, στη Δράμα. Βγήκαμε στον Πειραιά πρώτα, οι γονείς μου ήρθαν και έμειναν στη Δράμα. Εγώ γεννήθηκα το 1931. Είμαι από καλή γενιά. Σχολείο πήγα μέχρι την πρώτη δημοτικού. Ίσα που έμαθα να γράφω το όνομά μου…
Τι χρειαζόταν τα πτυχία και τα αγγλικά; Αυτή ήταν αλλού ταγμένη. Γυναίκα και τραγουδίστρια τα χρόνια εκείνα ήταν επικίνδυνο πράγμα. Προχωρημένο. Έρχονται στη Θεσσαλονίκη, στη γειτονιά αυτή που μιλάμε. Τότε αλλιώς. Κι αρχίζει να ακούει τα λόγια των τραγουδιών από τα λόγια των ανθρώπων. Θέλει να είναι δίπλα στο μικρόφωνο και ξεκινάει -όπως όλες- από το «ελαφρύ» τραγούδι -η μίμηση της Δύσης.
Κάποια στιγμή φτάνει στα θηρία της πλατείας Βάθη, στο καφενείο του Μάριου, μπορεί εύκολα να κυλήσει στο θέμα των τραγουδιών -περιγράφουν μια τέτοια ζωή- αλλά αυτή δεν είναι για τα εύκολα. Είναι για τα δύσκολα. Όταν στου Τζίμη του Χοντρού η Νίνου δεν την θέλει δίπλα της, αυτή την χτυπάει στου Μάριου το καφέ. Δύο γυναίκες που τσακώνονται, σαν αγγείο στο μουσείο, δεύτερη αίθουσα, να φαίνεται από το φως του ήλιου. Τι σας έκανα και θέλετε να πεινάσω, αφού μένω χωρίς δουλειά δίπλα σας; Λέει στη Νίνου, αυτή, μια ξένη στην Αθήνα.
Λένε πως κάπνιζε μακριά, χοντρά τσιγάρα με άνθη του Κακού. Πως ήταν ευέξαπτη και αγαπούσε τα μαύρα. Μοιραία θα γνωρίσει τον Καζαντζίδη. Παραλίγο να τον παντρευτεί. Το όνειρο κάθε γυναίκας τραγουδίστριας. Ένας Χριστός αυτός, Πόντιος, που έπεσε, όπως τα αγάλματα, στη γη. Και κει τον βρήκε. Πρόσωπο που μόλις έχει ξυριστεί και φτιάχνει στον καθρέφτη το μουστάκι και το στόμα μυρίζει κρασί και άνηθο.
Γνωρίζει τον Χιώτη και τραγουδά το «Φτωχοκάλυβο» -προτού δοθεί αντιπαροχή. Από όλα τα χρόνια αυτά κρατά κάτι ταφτάδες και ένα ζευγάρι μαύρα τακούνια και γυρίζει στην κάμαρή της, καθώς νέες φωνές, νέα συμβόλαια καίνε τα παλιά, δικά της. Ανασαίνει βαριά, κλαίει εύκολα, μιλά για τις αρρώστιες της. Το γραφτό της.
Ακόμα μια νύχτα την άκουσα να μου μιλάει από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στον Πειραιά, όπου είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη, για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για το ρεμπέτικο. Η φωνή της γλυκιά, χαμένη μέσα σε μια παραζάλη, με το τηλέφωνο στο χέρι, με πήγε ένα ταξίδι αργά τη νύχτα.
Ζει άλλα επτά χρόνια και το Μάιο του 1990 από πτώση στην άσφαλτο -είχε βγει από του Παπανικολάου, άρρωστη ένα χρόνο εκεί – πήγαινε να φτιάχνει τα δόντια της, για να ξανατραγουδήσει, δεν άντεξε στη σκηνή, πεθαίνει.
Εγινεν η κηδεία της. Πτωχοτάτη. 30 άτομα. Η γειτονιά. Τρία στεφάνια. Το ένα του Δήμου Νεάπολης. Του Δήμου όπου ετελεύτησεν το βίο της αυτή η νυχτερινή αμαζόνα, Σεβάς Χανούμ, της οδού των αργών τραγουδιών που σβήνουν στο βάθος του δρόμου.